- προσχεδιασμένος
- η , ο[ν] заранее подготовленный, задуманный, организованный; умышленный;
προσχεδιασμένοςένη επίθεση της αστυνομίας — заранее подготовленное нападение полиции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσχεδιασμένοςένη επίθεση της αστυνομίας — заранее подготовленное нападение полиции
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έντεχνος — η, ο (AM ἔντεχνος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο) 2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια τής τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις τής τέχνης μσν. νεοελλ. προσχεδιασμένος … Dictionary of Greek
μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek
προγραμματίζω — Ν 1. καταρτίζω σχέδιο, πρόγραμμα ενέργειας ή δράσης («πρέπει να προγραμματίσεις το διάβασμά σου για τις εξετάσεις») 2. σχεδιάζω λεπτομερειακά μελλοντικές ενέργειες («θα προγραμματίσω από τώρα τις καλοκαιρινές διακοπές») 3. τεχνολ. συντάσσω… … Dictionary of Greek
προγραφή — η, ΝΜΑ [προγράφω] 1. (αττ. δίκ.) η δημόσια αναγραφή τής καταδίκης φυγοδίκου και η εκποίηση τής περιουσίας του με δημοπρασία 2. (στη Ρώμη) η εξόντωση, συνήθως πολιτικών αντιπάλων, χωρίς δίκη και με μόνη την ανάρτηση καταλόγου τών ονομάτων τους… … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιαχτός — και φτ(ε)ιαστός, ή, ό, Ν [φτειάχνω] 1. τεχνητός, μη φυσικός («φτειαχτή λίμνη») 2. προσποιητός, προσχεδιασμένος («φτειαχτή συμπεριφορά») … Dictionary of Greek
προσχεδιάζομαι — προσχεδιάζομαι, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσχεδιάζω — προσχεδίασα, προσχεδιάστηκα, προσχεδιασμένος, κάνω σχέδια από πριν, προμελετώ: Προσχεδιασμένο πραξικόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)